Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2012

ο λατερνατζής



Ο ΛΑΤΕΡΝΑΤΖΗΣ

Η λατέρνα ήταν ένα μουσικό όργανο που στα παλιότερα χρόνια γνώρισε μεγάλη δόξα.
Για να παίξει η λατέρνα χρειάζονταν οπωσδήποτε δύο άτομα . Ο ένας την είχε στην πλάτη του ή αργότερα που ειχε ρόδες την πέρναγε στο δρόμο, και ο άλλος τη γύριζε .Αυτά τα άτομα λεγόντουσαν λατερνατζήδες.
Οι λατερνατζήδες γύριζαν πότε μόνοι τους ,όταν η λατέρνα ήταν στις δόξες της, πότε με συνοδεία κάποιο ντέφι . Έπαιζαν διάφορα λαϊκά τραγούδια που ήταν και τα σουξέ της κάθε εποχής .
Οι λατερνατζήδες πήγαιναν σε μαγαζιά , σε πάρκα ή στους δρόμους και πολλές φόρες μαζεύονταν γύρω τους ο κόσμος και άκουγε τα τραγούδια που παίζανε. Όταν τελείωνε το τραγούδι , περνούσε ένα άτομο που ήταν και ο βοηθός τους κρατώντας ανάποδα το καπέλο του ή το ντέφι και του έριχναν μέσα οι άνθρωποι λεφτά .

ο αχθοφόρος-χαμάλης



Ο ΑΧΘΟΦΟΡΟΣ – ΧΑΜΑΛΗΣ

Ο αχθοφόρος έκανε παλιά τις μεταφορές των φορτίων, βαλιτσών από το σταθμούς λεωφορείων ή τρένων και διάφορα πράγματααπό την αγορά μέχρι τα σπίτια. Έβαζε τα πράγματα στην πλάτη του ή σε κάποιο καρότσι που τυχόν είχε και το έσερνε ο ίδιος. Έπαιρνε το χαρτζιλίκι του και ξαναγύριζε στο πόστο του, για να κάνει κάποιο άλλο δρομολόγιο.
Αργότερα οι πιο πολλοί από αυτούς απόκτησαν τρίκυκλο και εξακολούθησαν να κάνουν
αυτού του είδους τις μεταφορές , αλλά πιο ξεκούραστα...!!!

ο καροτσερης



Ο ΚΑΡΟΤΣΕΡΗΣ


Οι συμπαθείς αυτοί επαγγελματίες, τα χρόνια εκείνα, προτού ακόμα εμφανισθεί το αυτοκίνητο, προσέφεραν μεγάλη υπηρεσία στο κοινό. Για την ανέγερση των αρχοντικών και των σπιτιών καθώς και των διαφόρων δημοσίων και ιδιωτικών έργων, τα απαραίτητα υλικά, μεταφέρονταν με τα κάρα.
Η δουλειά του καροτσέρη ήταν πολύ σκληρή, διότι έπρεπε με ζέστη, κρύο, βροχή, ακόμα και με χιόνι να κάνει τις διάφορες μεταφορές, που πολλές φορές ήταν και από μακρινές αποστάσεις, όπως πέτρες από τα λατομεία και άμμο από τα ποτάμια.
Τα μονόκαρα ήταν και ανατρεπόμενα. Η ανακάλυψή τους στις αρχές του αιώνα θα διευκολύνει πολύ στην εκφόρτωση των οικοδομικών υλικών, όπως και των ανατρεπόμενων, μεταπολεμικά, αυτοκινήτων.
Στο άδειο κάρο, ο καροτσέρης του μονόκαρου καθόταν εσωτερικά και στην αριστερή γωνιά, για να μπορεί, με το δεξί χέρι που κρατούσε τα γκέμια (ηνία) και το καμουτσίκι, να κατευθύνει και να ελέγχει το άλογο. Ο καροτσέρης του διπλόκαρου καθόταν μπροστά και στο μέσο της καρότσας, κρατώντας και με τα δύο χέρια τα γκέμια....

ο πεταλωτης



Ο ΠΕΤΑΛΩΤΗΣ
Το παραδοσιακό επάγγελμα του πεταλωτή είναι από εκείνα που έχουν εκλείψει στις μέρες μας. Αυτό ήταν αναμενόμενο μια και τα συμπαθητικά τετράποδα (άλογα ή γαϊδουράκια) έχουν πάψει εδώ και χρόνια να αποτελούν μεταφορικό μέσο αφού αντικαταστάθηκαν από τα δίτροχα και τετράτροχα οχήματα.
Η εργασία του πεταλωτή αφορούσε τη διαδικασία τοποθέτησης ή αντικατάστασης πετάλων στις οπλές των αλόγων ώστε να μην φθείρονται τα πέλματα και πονούν τα ζώα. Τα άλογα στην περιοχή μας χρησιμοποιούνταν όχι μόνο ως μεταφορικό μέσο ανθρώπων και προϊόντων αλλά και σε γεωργικές εργασίες όπως το όργωμα και το αλώνισμα.
Παλιά υπήρχαν πολλοί πεταλωτές μια και ήταν απαραίτητοι αφού κάθε σπίτι στο χωριό είχε και ένα ζώο για τις δουλειές του, γαϊδούρι ή μουλάρι. Ο πεταλωτής έβαζε στα ζώα τα πέταλα που ήταν ας πούμε τα παπούτσια τους. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσε ο πεταλωτής ήταν τα πέταλα, το σφυρί, η τανάλια, το σατράτσι και τα καρφιά. Στην αρχή ακινητοποιούσαν το πόδι του ζώου και ο πεταλωτής έβγαζε το παλιό φθαρμένο πέταλο.
- Μετά με το σατράτσι που ήταν ένα μαχαίρι σε σχήμα μικρού τσεκουριού έκοβε την οπλή του ζώου από κάτω έτσι ώστε να την ισιώσει. Μετά έβαζε το καινούργιο το πέταλο και το κάρφωνε με τα ειδικά καρφιά. Τα καρφιά αυτά είχαν μεγάλο κεφάλι έτσι ώστε να προεξέχουν από την πατούσα του ζώου και να μη γλιστράει. Τα πέταλα ήταν σε διάφορα μεγέθη και τα κατασκεύαζαν από σίδερο. Τα πέταλα είχαν τρύπες γύρω – γύρω για να μπαίνουν τα καρφιά. Το πετάλωμα γινόταν και στα τέσσερα πόδια του ζώου ή τουλάχιστον στα δύο μπροστά. Αυτό γινόταν για να μπορεί να περπατάει στους κακοτράχαλους δρόμους χωρίς να πληγώνονται τα πόδια του και για να διατηρεί την ισορροπία του.
- Τα πέταλα ήταν σιδερένια και κατασκευάζονταν χειροποίητα στο αμόνι, ενώ οι τεχνίτες που τα έφτιαχναν αναλάμβαναν συνήθως και το το πετάλωμα των ζώων, που απαιτούσε μεγάλη εμπειρία και δεξιοτεχνία. Οι πεταλωτές συχνά  ήταν και πρακτικοί κτηνίατροι ή αναλάμβαναν και τον ευνουχισμό (μουνούχισμα)....!!!!

ο καλαντζης-γανωτης



Ο ΚΑΛΑΝΤΖΗΣΓΑΝΩΤΗΣ

- Οι γανωτζήδες ήταν συνήθως πλανόδιοι τεχνίτες που αναλάμβαναν το γαλβανισμό και το στίλβωμα των χάλκινων οικιακών σκευών, όπως τα ταψιά, τα καζάνια, τα κουτάλια,τα πηρούνια κλπ. Το «γάνωμα» έπρεπε να γίνεται συχνά για λόγους υγείας, κυρίως σε στα σκεύη που χρησιμοποιούσαν στο μαγείρεμα, οπότε οι γανωτζήδες είχαν δουλειά όλο το χρόνο
Τα παλιά μπακιρένια οικιακά σκεύη (ταψιά, καζάνια, κουτάλια, πιρούνια κλπ.), με τον καιρό οξειδώνονταν και έπρεπε να γανωθούν, να περαστεί δηλαδή η επιφάνειά τους με ειδικό μέταλλο (καλάι – κασσίτερος). Είχαν μαζί τους τα απαραίτητα εργαλεία και έκαναν τη δουλειά τους επί τόπου, ενώ παλιότερα η πληρωμή τους ήταν σε είδος (αυγά, καλαμπόκι, σιτάρι). Αφού καθάριζαν καλά τα σκεύη, αλείφανε το εσωτερικό τους με σπίρτο και το τρίβανε με κουρασάνι (=τριμμένο κεραμίδι). Μετά κράταγαν το σκεύος με την τσιμπίδα πάνω από τη φωτιά και έριχναν μέσα το νησιαντήρι (=χλωριούχο αμμώνιο), για να στρώσει καλύτερα το καλάι πάνω στο χάλκωμα. Αφού το σκούπιζαν καλά, άπλωναν το λιωμένο καλάι σ’ όλη την επιφάνεια του σκεύους μ’ ένα χοντρό βαμβακερό ύφασμα… Στο τέλος το σκούπιζαν με καθαρό βαμβάκι για να γυαλίσει. . .

ο λουστρος



Ο ΛΟΥΣΤΡΟΣ
Παλιότερα που ο κόσμος περπατούσε σε χωμάτινους δρόμους, τα παπούτσια σκονίζονταν ή λασπώνονταν εύκολα. Τότε γνώρισε άνθηση και το επάγγελμα του λουστραδόρου. Αυτός μ’ ένα κασελάκι μπροστά του, αληθινό κομψοτέχνημα, και γύρω του να κρέμονται οι βούρτσες και τα βερνίκια με τα διάφορα χρώματα, κάθονταν σ’ ένα χαμηλό σκαμνάκι και περίμενε υπομονετικά.  Ο πελάτης πλησίαζε κι άπλωνε, όπως ήταν όρθιος, πρώτα το δεξί πόδι πάνω στην ειδική μεταλλική θέση της κασέλας κι έπειτα το άλλο. Έτσι άρχισε η «ιεροτελεστία» του βαψίματος…

ο μυλωνάς



Ο ΜΥΛΩΝΑΣ
Η καλλιέργεια σιτηρών ήταν πολύ διαδεδομένη μέχρι το 17ο αιώνα, ενώ στη συνέχεια περιορίστηκε σημαντικά. Οι άνθρωποι τότε φρόντιζαν δυο φορές το χρόνο, (φθινόπωρο – άνοιξη), για την παρασκευή του σταρένιου ή κριθαρένιου αλευριού. Μετέφεραν τα τσουβάλια τους το πρωί στο μύλο για άλεσμα και επέστρεφαν το βράδυ. Αλευρόμυλοι υπήρχαν σχεδόν σε όλα τα χωριά , οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν υδρόμυλοι, δηλαδή τους κινούσε η δύναμη του νερού, οπότε τους έχτιζαν πάντα δίπλα σε ποτάμια και ρεματιές. Σήμερα λειτουργούν ελάχιστοι.Ο μύλος ήταν συνήθως και το σπίτι του μυλωνά. Κάτω από τις μυλόπετρες υπήρχε ένας μικρός χώρος, όπου ήταν εγκατεστημένος ο κινητός μηχανισμός, όπου έπεφτε από το ζουριό (χτιστός τοίχος με αυλάκι που περνούσε το νερό και έπεφτε κατακόρυφα στη άλλη άκρη) το νερό και τον περιέστρεφε.
Ο αλεστικός μηχανισμός είχε δυο οριζόντιες κυλινδρικές μυλόπετρες, τη μια πάνω στην άλλη, με την κάτω ακίνητη. Το σιτάρι διοχετεύονταν ανάμεσά τους από μια τρύπα στο κέντρο της επάνω περιστρεφόμενης πέτρας. Με την κίνηση το σιτάρι ή το κριθάρι συνθλίβεται ανάμεσα στις πέτρες και μετατρέπεται σε σκόνη. Ως αμοιβή του ο μυλωνάς κράταγε ένα μέρος από τα αλεστικά (5-12%) και σπάνια έπαιρνε χρήματα. Οι υδρόμυλοι έπαιρναν ως αλεστικό δικαίωμα ένα «σινίκι» (= 6 οκάδες) για την άλεση 100 οκάδων σιτηρών...

ο καρεκλάς



Ο ΚΑΡΕΚΛΑΣ
Με τη χρησιμοποίηση ξύλων από πλάτανο ή από άλλα άγρια συνήθως δέντρα και με τη βοήθεια σχοινιών από βουρλιά ή αφράτου των ποταμών, ο καρεκλάς δημιουργούσε τις καρέκλες που ήταν δύο ειδών. Οι καθημερινής χρήσης με κάθισμα και πλάτη πίσω και του σαλονιού (γιορτινές) που είχαν σκάλισμα στην πλάτη και στο πλέξιμο χρησιμοποιούνταν μαζί με το αφράτο και πράσινο συνθετικό χόρτο που έδινε μεγαλύτερη ομορφιά στο κάθισμα.

ο αγωγιάτης-κυρατζής



Ο ΑΓΩΓΙΑΤΗΣΚΥΡΑΤΖΗΣ
Οι «αγωγιάτες«, είναι επάγγελμα που συναντάμε προπολεμικά στα χωριά της Κρήτης. Λόγω των μεγάλων αποστάσεων μεταξύ των οικισμών, η μετακίνηση των ανθρώπων και η διακίνηση των προϊόντων με τα ζώα ήταν ο κυρίαρχος τρόπος μεταφοράς μέχρι τη δεκαετία του 1930 και σε μερικές περιοχές μέχρι τη δεκαετία του 1950. Είναι οι «πρόδρομοι» των ταξιτζήδων αυτοκινητιστών. Πραγματοποιούσαν επί πληρωμή ιδιωτικές μεταφορές εμπορευμάτων, κρασιών (σε ασκιά), διακινούσαν ταξιδιώτες, ιδιώτες, γιατρούς για επίσκεψη σε ασθενείς, κρατικούς λειτουργούς για την εκτέλεση υπηρεσίας, κυρίως δε μετέφεραν δημητριακά (σιτάρι, καλαμπόκι) της Αγροτικής Τράπεζας από το Καρπενήσι στα πρατήρια των απομακρυσμένων χωριών για τον ανεφοδιασμό των κατοίκων. Επίσης, μετέφεραν και επισκέπτες της ορεινής περιοχής. Λόγω της ορεινής μορφολογίας της περιοχής μας και των μεγάλων αποστάσεων μεταξύ των οικισμών, η μετακίνηση των ανθρώπων και η διακίνηση των προϊόντων με τα ζώα (και τα κάρα για τη Λαμία) ήταν ο κυρίαρχος τρόπος μεταφοράς. Κι αυτό μέχρι τη δεκαετία του ’30, που δεν υπήρχαν μεταφορικά μέσα, ενώ η έλλειψη δρόμων εμπόδιζε τις μεγάλες μετακινήσεις. Η αμοιβή του «αγωγιάτη» ήταν σχετικά καλή για κείνα τα χρόνια, όμως η δουλειά ήταν δύσκολη και εξαντλητική...

ο ασβεστοποιος



Ο ΑΣΒΕΣΤΟΠΟΙΟΣ
Ο ασβέστης χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως επίστρωμα στα σπίτια, στις αυλές, στα καλντερίμια και στις κρήνες. Οι ασβεστοποιοί έφτιαχναν τον ασβέστη στα ασβεστοκάμινα χρησιμοποιώντας ως καύσιμη ύλη τους πρίνους και τα κλαδιά της ελιάς, μετά την περίοδο του κλαδέματος. Τα ασβεστοκάμινα τα κατασκεύαζαν οι ίδιοι: άνοιγαν ένα μεγάλο λάκκο, έχτιζαν τα τοιχώματά του με «λιγδόπετρες» και συνέχιζαν προς τα πάνω με μαρμαρόπετρες και λάσπη. Τις μαρμαρόπετρες τις εξόρυσσαν από τα νταμάρια με τη βοήθεια λοστού ή βαριοπούλας. Η καύση μετέτρεπε τις μαρμαρόπετρες σε ασβέστη. Η φωτιά στο ασβεστοκάμινο ξεκινούσε τα ξημερώματα, ενώ η καύση έπρεπε να είναι συνεχής για ένα εικοσιτετράωρο, ώστε να ασβεστοποιηθεί η πέτρα. Μετά την καύση χρειαζόταν ακόμα μία μέρα για να κρυώσει το καμίνι. Στη συνέχεια τη διανομή του ασβέστη αναλάμβαναν οι αγωγιάτες, που κουβαλούσαν τον ασβέστη μέσα σε τρίχινα τσουβάλια.. Σήμερα δεν υπάρχουν πια ασβεστοποιοί, εφόσον ο ασβέστης παράγεται μαζικά από ειδικευμένες βιομηχανίες.